χιονοπέδιλο

χιονοπέδιλο
το, Ν
συν. στον πληθ. τα χιονοπέδιλα
ζεύγος πεδίλων ειδικών για χιονοδρομίες, κν. σκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. χιονοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιονοπέδιλο — το πέδιλο κατάλληλο για τις χιονοδρομίες, πέδιλο του σκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”